ρεσολβάση

ρεσολβάση
η, Ν
(βιοχ.) ένζυμο τού οποίου η δραστηριότητα υπεισέρχεται στον ανασυνδυασμό μεταξύ δύο ενδομετατιθέμενων κλασμάτων δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος, που συνυπάρχουν σε ένα ενσωμάτωμα, και οδηγεί στην αναγέννηση δύο ρεπλικονίων, τα οποία περιέχουν αντίγραφα τής ακολουθίας τού ενδομετατιθέμενου δεσοξυριβονουκλεϊκού οξέος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”